- συγκομιζόμενος
- συγκομίζωcarrypres part mp masc nom sgσυγκομίζωcarrypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρύγη — η, ΜΑ, και κατά τον Ησύχ. ὀτρύγη Α (ιδίως για τα σιτηρά) συγκομιζόμενος καρπός αρχ. 1. η συγκομιδή καρπών 2. (ειδικά) η συγκομιδή τών σταφυλιών, ο τρύγος 2. έλλειψη νερού, ξηρασία 3. (στον τ. ὀτρύγη) (κατά τον Ησύχ.) «χόρτος, καλάμη» 4. φρ. «οἱ… … Dictionary of Greek